- πτανός
- πτανός , = ποτανός (codd. Dion. Hal. contra metr.: τ coni. Blass) Pae. 9.4]
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
πτανός — ή, όν, Α (δωρ. τ.) βλ. πτηνός … Dictionary of Greek
πτανός — πτᾱνός , πτηνός able to fly masc nom sg (doric) πτᾱνός , πτηνός able to fly masc/fem nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτηνός — ή, ό(ν) ΜΑ, θηλ. και ός, και δωρ. τ. πτανός, ά, όν, Α 1. αυτός που έχει την ικανότητα να πετά, ο φτερωτός (α. «Διὸς δὲ τοι πτηνὸς κύων, δαφοινὸς ἀετός», Αισχύλ. β. «θηροβολοῡντα πτηνοῑς ἰοῑς», Σοφ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πτηνόν ζωολ. βλ. πτηνό… … Dictionary of Greek